- ἄλοβος
- ἄλοβος, ον,A with lobe wanting, of livers of victims,
ἄ. ἱερά X.HG3.4.15
, Plu.Ages.9, Arr.An.7.18.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄ. ἱερά X.HG3.4.15
, Plu.Ages.9, Arr.An.7.18.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άλοβος — η, ο (Α ἄλοβος, ον) [λοβός] νεοελλ. αυτός που δεν έχει λοβό αρχ. (για θυσιαζόμενα ζώα) αυτός που στερείται λοβού τού ήπατος και για τούτο δυσοίωνος … Dictionary of Greek
άλοβος — η, ο αυτός που δεν έχει λοβό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλοβον — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem acc sg ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόβων — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλοβα — ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)